κεφαλαιοκρατισμός

κεφαλαιοκρατισμός
ο κεφαλαιοκρατία, καπιταλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαιο-κρατία με την κατάλ. -ισμός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”